- κατέρριψε
- κατέρρῑψε , καταρρίπτωthrow downaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταρρίπτω — (AM καταρρίπτω και καταρίπτω, Α και καταρριπτέω) 1. ρίχνω κάτω 2. γκρεμίζω νεοελλ. 1. ακυρώνω κάτι που ίσχυε, ανατρέπω, ανασκευάζω («κατέρριψε τα επιχειρήματα τού αντιδίκου ένα προς ένα») 2. υπερβάλλω, ξεπερνώ κάποιον σε αγώνα («κατέρριψε το… … Dictionary of Greek
Μπακογιάννη, Νίκη — (Λαμία 1968 –). Αθλήτρια του στίβου και Ολυμπιονίκης. Η άλτρια του ύψους και ασημένια ολυμπιονίκης της Ατλάντα το 1996 στην καριέρα της κατέρριψε 12 φορές το πανελλήνιο ρεκόρ στον ανοιχτό στίβο και άλλες τόσες στον κλειστό στίβο και συνέδεσε το… … Dictionary of Greek
Τιτάν — (Αστρον.). Ένας από τους 9 δορυφόρους του Κρόνου και ο λαμπρότερος. Είναι ορατός με τηλεσκόπιο μικρής έντασης ως αστέρας 8,3 μεγέθους. Ανακαλύφθηκε το 1655 από τον Χούιγκενς. Σε σειρά απόστασης από τον κεντρικό πλανήτη έρχεται έκτος και απέχει… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
Αισχίνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (Αθήνα 389 – Ρόδος 314; π.Χ.). Καταγόταν από άσημη οικογένεια, άσκησε διάφορα επαγγέλματα, δοκίμασε τις δυνάμεις του και ως ηθοποιός και κατέλαβε μια ασήμαντη δημόσια θέση. Για την… … Dictionary of Greek
Βερούλη, Άννα — (Καβάλα 1957 –). Πρωταθλήτρια στίβου. Η Β. υπήρξε η αθλήτρια που συνέβαλε με τις διακρίσεις της στην αναγέννηση του ελληνικού αθλητισμού και στην προσέλκυση περισσότερων γυναικών στα στάδια του στίβου. Μεγάλωσε στην Καβάλα και εντάχθηκε στο… … Dictionary of Greek
Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek